- ηερέθομαι
- ἠερέθομαι (Α)(επικ. τ. τού αείρομαιμόνο στο γ' πληθ. πρόσ. ενεστ. και πρτ.)1. κρέμομαι, μετεωρίζομαι, αιωρούμαι2. (για νέους) είμαι άστατος, έχω ασταθή φρονήματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < Παράλληλος τ. τού αείρω (Ι)* (πρβλ. ηγερέθομα-αγείρω). Το αρχικό μακρύ φωνήεν αποδίδεται σε μετρικούς λόγους].
Dictionary of Greek. 2013.